σπονδυλικός

σπονδυλικός
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους σπονδύλους
2. φρ. α) «σπονδυλική αρτηρία»
ανατ. κλάδος τής υποκλείδιας αρτηρίας
β) «σπονδυλική στήλη»
i) (ανατ.-βιολ.) ο αξονικός σκελετός τού κορμού τών σπονδυλοζώων που υποβαστάζει την κεφαλή και συνδέεται με τα άκρα μέσω τής ωμικής και τής πυελικής ζώνης και μπορεί να παρουσιάσει ποικιλία λειτουργικών ή οργανικών ανωμαλιών, κν. ραχοκοκαλιά
ii) μτφ. κύριο στήριγμα, κεντρικός άξονας
γ) «σπονδυλικό τρήμα»
ανατ. ο κενός χώρος ανάμεσα στο σώμα κάθε σπονδύλου προς τα εμπρός και το σπονδυλικό τόξο προς τα πίσω, ο οποίος, μαζί με τους αντίστοιχους τών άλλων σπονδύλων, σχηματίζει τον νωτιαίο σωλήνα μέσα στον οποίο πορεύεται ο νωτιαίος μυελός περιβαλλόμενος από τις μήνιγγες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπόνδυλος. Ο τ. σπονδυλική (στήλη) μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σπονδυλικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στους σπονδύλους. 2. «σπονδυλική στήλη», ραχοκοκαλιά. 3. μτφ., βάση, το σπουδαιότερο μέρος: Ο στρατός αποτελεί τη σπονδυλική στήλη του κράτους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στήλη — Αναμνηστικό μνημείο, με νεκρικό συνήθως χαρακτήρα, μερικές όμως φορές και αναθηματικό, που αποτελείται από μια πέτρινη ή μαρμάρινη πλάκα τοποθετημένη πάνω σε βάση ή και στο έδαφος. Αρχαιότερα γνωστά μνημεία του είδους είναι εκείνα της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”